1 ψῦξις
αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Pl.Ti. 85d
ψύξεις πράξεων
Vett.Val.
ψ. πραγμάτων Heph.Astr.2.31
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψῦξις